- εκπροκρίνω
- ἐκπροκρίνω (Α)επιλέγω, προκρίνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκπροκριθεῖσ' — ἐκπροκρῐθεῖσα , ἐκπροκρίνω choose out aor part pass fem nom/voc sg ἐκπροκρῐθεῖσι , ἐκπροκρίνω choose out aor part pass masc/neut dat pl ἐκπροκρῐθεῖσαι , ἐκπροκρίνω choose out aor part pass fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρίνω — (AM κρίνω, Μ και κρινίσκω) 1. νομίζω, θεωρώ, φρονώ (α. «έκρινε ότι δεν έχουμε δίκιο» β. «κρίνω σε νικᾱν», Αισχύλ.) 2. σχηματίζω γνώμη (α. «μην κρίνεις τους ανθρώπους από την εμφάνιση» β. «εξ ιδίων κρίνει τα αλλότρια» γ. «ἄκουσον και κρῑνον»,… … Dictionary of Greek